- τριγλῖτις
- τριγλῖτις, ιδος, ἡ, der τρίγλα gleich
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τριγλίτις — ίτιδος, ἡ, Α 1. είδος ψαριού που μοιάζει με την τρίγλη 2. ο τρίγλίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. καλαμ ῖτις)] … Dictionary of Greek
τριγλῖτιν — τριγλῖτις like the fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγλίτιδι — τριγλί̱τιδι , τριγλῖτις like the fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)